Συχνά βλέπω ηλικιωμένους να κάθονται στο στενό μπαλκόνι και να βλέπουν τον τοίχο απέναντι η το δρόμο κάτω.
Με στεναχωρεί πολύ η εικόνα αυτή.
Ακόμα περισσότερο όμως θα με στεναχωρέσει να δω εμένα έτσι. Έδωσα μια υπόσχεση λοιπόν στον εαυτό μου πριν χρόνια. Ότι δεν θα καταλήξω έτσι.
Εκεί που είσαι ήμουν, κι εδώ που είμαι θα’ρθεις

Την πρώτη φορά που πρόσεξα έναν ηλικιωμένο να κάθεται σε ένα στενό μπαλκόνι την θυμάμαι σαν χθες.
Είμαι καμιά 20 χρονών στο αυτοκίνητο, οδηγώ στο κέντρο της πόλης μέσα στο κατακαλόκαιρο και έχω σταματήσει σε ένα φανάρι. Στη διασταύρωση έχει πολλή κίνηση, πολύ θόρυβο και πολύ καυσαέριο από τα μηχανάκια που βράζουν στους 40 βαθμούς.
Εγώ άνετος με το κλιματιστικό του αυτοκινήτου στο φουλ.
Όσο περιμένω να ανάψει πράσινο για να ξεκινήσω, χαζεύω δεξιά αριστερά χωρίς να έχω ιδιαίτερες έγνοιες στο κεφάλι μου. Τότε πέφτει το μάτι μου σε ένα μπαλκόνι στην απέναντι πολυκατοικία.
Εκεί, στον πρώτο όροφο, σε ένα μπαλκόνι που το πλάτος του δεν πρέπει να ξεπερνούσε το ένα μετρό, κάθεται ένας ασπρομάλλης κύριος φορώντας ένα άσπρο κασκορσέ με τους δασύτριχους ώμους απέξω να κοιτάζει την πολύβουη διασταύρωση μπροστά στο σπίτι του.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι έψαξα να δω αν υπήρχε εξωτερική μονάδα κλιματιστικού στο σπίτι. Δεν φαινόταν πουθενά, οπότε το μυαλό μου άρχισε να κάνει χίλιες σκέψεις.
Εκεί, ακουμπώντας το κεφάλι μου στο τζάμι της πόρτας του οδηγού, με το βλέμμα Καρφωμένο στον ηλικιωμένο κύριο σκεφτόμουν: